επιτελείο — το 1. ομάδα αξιωματικών που βοηθούν το διοικητή μονάδας στρατού (ναυτικού, αεροπορίας κτλ.) στο έργο του. 2. (ναυτ.), «επιτελείο πλοίου», το σύνολο των αξιωματικών πολεμικού πλοίου. 3. μτφ., οι κύριοι συνεργάτες επιχείρησης ή οργανισμού ή έργου:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
Hellenic Navy — This article is about the naval forces of modern Greece. For information on naval warfare in ancient Greece, see Hellenistic era warships. Hellenic Navy Πολεμικό Ναυτικό Polemikó Naf̱tikó Hellenic Navy Seal … Wikipedia
Валканас, Григорис — Григорис Валканас греч. Γρηγόρης Βαλκανάς Дата рождения 1916 год(1916 … Википедия
στρατηγείο — το / στρατηγεῑον, ΝΜΑ, και στρατήγιον ΜΑ [στρατηγός] νεοελλ. 1. η έδρα τού στρατηγού μαζί με το επιτελείο του και το προσωπικό διοικήσεως όπλων και διευθύνσεως υπηρεσιών που υπάρχει σε κάθε μεγάλη μονάδα 2. μτφ. έδρα ή πυρήνας δράσης ενός… … Dictionary of Greek
Γεώργιος — I (275 – 305 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, γνωστός ως Τροπαιοφόρος και Θαυματουργός. Πληροφορίες για τη ζωή του περιέχουν τα Συναξάρια. Γεννήθηκε από εύπορους χριστιανούς γονείς και διέθετε πολλά φυσικά και πνευματικά χαρίσματα.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Χάρινγκτον, σερ Κάρολος — (Harington, 1872 – 1940). Άγγλος στρατηγός. Το 1892 κατατάχθηκε στον στρατό και στον πόλεμο εναντίον των Μπόερς υπηρετούσε στο επιτελείο. Στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο προσλήφθηκε στο επιτελείο της 3ης αγγλικής στρατιάς. Όταν πήρε προαγωγή επ’… … Dictionary of Greek